Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Τήνος η

  • 1 τηνος

         τῆνος
        τήνα, τῆνο дор. Theocr. = ἐκεῖνος См. εκεινος

    Древнегреческо-русский словарь > τηνος

  • 2 Τηνος

         Τῆνος
         Тенос (остров из группы Киклад, к сев. от Делоса) Aesch., Her.

    Древнегреческо-русский словарь > Τηνος

  • 3 εκεινος

        ἐκείνη, ἐκεῖνο, эп.-поэт. тж. κεῖνος, дор. τῆνος, эол. κῆνος
        1) в знач. pron. demonstr. тот
        

    (ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ или ἡμέρας ἐκείνης Thuc.)

        ἐξ ἐκείνου Xen. и ἀπ΄ ἐκείνου (sc. χρόνου) Luc. — с того времени;
        μετ΄ ἐκεῖνα Thuc. — после того, вслед за тем;
        ἀπὸ Ὀρχομένου καὴ τῶν κατ΄ ἐκεῖνα χωρίων Xen. — из Орхомена и окрестных областей;
        οὗτος ἐ. Her., ἐ. ὄντως и ἐ. αὐτός Arph. — тот самый;
        τόδ΄ или τοῦτ΄ ἐ. Soph., Eur.; — то самое, т.е. вот именно, ну вот;
        ἐκεῖν΄ ἐκεῖνο Arph. и κεῖνο κεῖνο Soph. — именно это;
        ἀλλ΄ ἐκεῖνο! Luc. — да, вот (еще) что!;
        ἐ …, οὗτος, но тж. οὗτος …, ἐ. Xen., Plat., Plut.; — тот …, этот, первый (ранее упомянутый) …, последний

        2) в знач. adj. νοδι
        

    Ἶρος ἐ. ἧσται Hom. — вот там сидит Ир;

        νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν Thuc. — вот они, корабли, уже плывут сюда

        3) в знач. pron. pers. 3 л. sing. он сам(ый), он
        

    ἵνα μέ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Arph. — как бы он не застал нас;

        ὅ ἥλιος καὴ ἥ ἐκείνου φορά Arst.солнце и его движение

        4) adj. (ср. лат. ille) всем известный, славный
        

    (Θουκυδίδης Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > εκεινος

См. также в других словарях:

  • Τῆνος — the person there fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • Τήνος — Sp Tinas Ap Τήνος/Tinos L s. ir mst. Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • τῆνος — ἐκεῖνος the person there masc nom sg (doric) τῆνος the person there masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τήνος — η νησί των Κυκλάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τήνω — Τῆνος the person there fem nom/voc/acc dual Τῆνος the person there fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γεωργαντάς, Δημήτριος — (Τήνος 1851 ή 1855 – Αθήνα 1933). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία του Μονάχου και στη Ρώμη. Η τεχνοτροπία του συνδυάζει τον ρεαλισμό με την προσήλωση στο σχέδιο, ενώ τα θρησκευτικής έμπνευσης έργα του κινούνται στο πλαίσιο των νεοαναγεννησιακών… …   Dictionary of Greek

  • Ζαλώνης, Μάρκος Φίλιππος — (Τήνος 1782 – ;). Ιατροφιλόσοφος. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και αναγορεύτηκε διδάκτορας για την ιστορικο ανθρωπολογική μελέτη του Ταξίδιον εις Τήνον (1809). Διετέλεσε γιατρός του μεγάλου βεζίρη Γιουσούφ και άσκησε το λειτούργημα του γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρουδής, Κώστας — (Τήνος 1948 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1968 με τη δημοσίευση ποιημάτων του στο περιοδικό με τον τίτλο Λωτός. Από το 1978 εκδίδει το λογοτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Τῆνε — Τῆνος the person there fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τῆνοι — Τῆνος the person there fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»